Σε αντίθεση με τις περισσότερο ταυτοτικές προεδρικές, στις δημοτικές εκλογές της προηγούμενης Κυριακής το κόμμα του Ερντογάν πλήρωσε το μάρμαρο από τις συνέπειες των ανορθόδοξων οικονομικών πολιτικών που ασκήθηκαν στο παρελθόν. Επιπλέον, αυτή τη φορά ο νεοοθωμανισμός, τόσο ως όραμα όσο και ως προς τα επιμέρους επιτεύγματά του, όπως η εγχώρια αμυντική βιομηχανία, δεν ήταν ικανά να ανατρέψουν το αποτύπωμα της οικονομίας σε διευρυμένα στρώματα της κοινωνίας. Με έμφαση στον παρατεταμένο υψηλό πληθωρισμό και τα αυξανόμενα επιτόκια.
Υπό μία έννοια ο Τούρκος πρόεδρος χρεώνεται την αυξημένη αφοσίωσή του στο εξωτερικό και στο πρεστίζ που διεκδικούσε ως παγκόσμιος ηγέτης, χάνοντας την επαφή με τμήματα της κοινωνίας που ο ίδιος και το κόμμα του έφεραν στο προσκήνιο την πρώτη δεκαετία της διακυβέρνησής του. Ενας δεύτερος λόγος σχετίζεται με τη συνεχιζόμενη υποχώρηση του κράτους δικαίου και των ατομικών ελευθεριών. Περνώντας στο σκέλος της εκλογικής συμπεριφοράς, ειδική αναφορά πρέπει να γίνει σε εκείνη των Κούρδων ψηφοφόρων. Πέρα από την κυριαρχία τους στη ΝΑ Τουρκία, με βάση τα ευρήματα στην Κωνσταντινούπολη, όπως αναμενόταν, ένα μεγάλο τμήμα τους ψήφισαν εκ νέου τον Εκρέμ Ιμάμογλου και όχι το DEM, τιμωρώντας τον κ. Ερντογάν.
Ασφαλώς και δεν πρέπει να παραλειφθεί η αισθητή άνοδος των ποσοστών του Νέου Κόμματος της Ευημερίας του υιού Ερμπακάν, εκφράζοντας μια δεξαμενή συντηρητικών και υπερσυντηρητικών δυσαρεστημένων ψηφοφόρων του AKP. Με βάση τα παραπάνω και πέρα από τη νίκη στην Κωνσταντινούπολη, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα του Λαού (CHP) πέτυχε εκλογικό αποτέλεσμα που δεν είχε πετύχει εδώ και περίπου μισό αιώνα (1977)! Κερδίζει ή επανεκλέγεται στις πέντε μεγαλύτερες πόλεις της χώρας (Κωνσταντινούπολη, Αγκυρα, Σμύρνη, Προύσα, Αττάλεια) και κυρίως κερδίζει το 37,74% των ψήφων σε εθνικό επίπεδο (30,07% το 2019). Αντίθετα, πρώτη φορά από τη δημιουργία του το 2001, το AKP δεν είναι πλέον το πρώτο κόμμα σε αριθμό ψήφων. Λαμβάνει το 35,49% των ψήφων σε σύγκριση με 44,42% το 2019. Με καθαρό πολιτικό διάδρομο έως τις επόμενες προεδρικές εκλογές (2028), ο Τούρκος πρόεδρος θα συνεχίσει να βασίζεται σε ένα προεδρικό καθεστώς κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του. Εξακολουθεί να έχει κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ελέγχει μεγάλο μέρος των μέσων ενημέρωσης και του δικαστικού συστήματος.
Ζητούμενο παραμένει, πρώτον, αν όντως ο ίδιος δεν θα είναι υποψήφιος στις επόμενες εκλογές και τι προφίλ θα υιοθετήσει ως προς την υστεροφημία του. ∆εύτερον, αν θα συμμορφωθεί με τις επιθυμίες της τουρκικής κοινωνίας για αύξηση του βιοτικού επιπέδου και των ατομικών ελευθεριών, ή αν θα καταφύγει σε πλειοδοσία εθνικισμού και υπερσυντηρητισμού (ως απάντηση στο κόμμα του υιού Ερμπακάν, που εμφανίζεται δυναμικότερα στο προσκήνιο). Τέλος, ως προς τα ελληνοτουρκικά -με ή χωρίς Ερντογάν-, με ή χωρίς τακτικές αναδιπλώσεις ως απόρροια της τρέχουσας πορείας σχετικής επαναπροσέγγισης με τη ∆ύση, η νέα Τουρκία σε μέγεθος και ισχύ εξακολουθεί να διατηρεί ενεργά τα συστατικά (εθνικισμός, μιλιταρισμός, συντηρητισμός) που τροφοδοτούν τον γεωπολιτικό της αναθεωρητισμό στο περιφερειακό υποσύστημα της Ανατολικής Μεσογείου.
